- ἐξαπαφίσκω
- ἐξ-απαφίσκω, aor. 2 ἐξήπαφε, subj. ἐξαπάφω, mid. aor. 2 opt. ἐξαπάφοιτο: deceive utterly, cheat, act. and mid., Il. 14.160, Il. 9.376.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εξαπαφίσκω — ἐξαπαφίσκω (Α) (επικ. τ. τού ἐξαπατῶ) εξαπατώ («αἴ κεν σ ἐξαπάφω, κτεῑναί μ οἰκτίστῳ ὀλέθρῳ» αν τυχόν σέ ξεγελάσω, να μέ σκοτώσεις με τον πιο άθλιο θάνατο, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + *αφ αφίσκω τ. με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό >απ αφίσκω με… … Dictionary of Greek
ἐξαπαφοῦσα — ἐξαπαφίσκω aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπαφίσκων — ἐξαπαφίσκω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπαφών — ἐξαπαφίσκω aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπάφοιτο — ἐξαπαφίσκω aor opt mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπάφω — ἐξαπαφίσκω aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξήπαφε — ἐξαπαφίσκω aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξήπαφεν — ἐξαπαφίσκω aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάπαφον — ἐξά̱παφον , ἐξαπαφίσκω aor ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐξά̱παφον , ἐξαπαφίσκω aor ind act 1st sg (doric aeolic) ἐξαπαφίσκω aor ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐξαπαφίσκω aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπάφησαν — ἐξᾱπάφησαν , ἐξαπαφίσκω aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἐξαπαφίσκω aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπάφησε — ἐξᾱπάφησε , ἐξαπαφίσκω aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἐξαπαφίσκω aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)